Δείτε επίσης: ἐκθηλύνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκθηλύνω < (ελληνιστική κοινήἐκθηλύνω < ἐκ + αρχαία ελληνική θηλύνω < θήλυς

  Ρήμα επεξεργασία

εκθηλύνω (παθητική φωνή: εκθηλύνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία