Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβραχίζω < εκ- + βράχος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérocher)

  Ρήμα επεξεργασία

εκβραχίζω (παθητική φωνή: εκβραχίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία