Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκβιομηχανίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβιομηχανίζω
  2. θα εκβιομηχανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβιομηχανίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκβιομηχανίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβιομηχάνιση