Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβιομηχανίζω < εκ- + βιομηχανία + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialiser)

  Ρήμα επεξεργασία

εκβιομηχανίζω (παθητική φωνή: εκβιομηχανίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία