εκβιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκβιαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκβιαστικός
Επίθετο επεξεργασία
εκβιαστικός, -ή, -ό
- που αποτελεί μέσον εκβιασμού, που εκβιάζει
- που τίθεται χωρίς να προτείνονται ενδιάμεσες λύσεις
- εκβιαστικά διλήμματα
Συγγενικά επεξεργασία
- εκβιαστικά
- εκβιαστικώς
- → δείτε τις λέξεις εκβιάζω, βιάζω και βία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκβιαστικός
|