εκατοχρονίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκατοχρονίτικος < εκατόχρονος + -ίτικος
Επίθετο επεξεργασία
εκατοχρονίτικος
- που έχει δημιουργηθεί πριν από εκατό χρόνια ή περισσότερο, που είναι παλιός
- Πώς από ένα βεργί, αλίμονο, γίνηκε κορμός εκατοχρονίτικος.
- Εκατοχρονίτικη κι ακόμη πρέπει να είταν ή έχτρα, που χώριζε τα δυο χωριά θανάσιμα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκατοχρονίτικος
|