Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκατονταπλάσια < εκατονταπλάσιος

  Επίρρημα επεξεργασία

εκατονταπλάσια

  • εκατό φορές περισσότερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εκατονταπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εκατονταπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκατονταπλάσιος