εκάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκάς < αρχαία ελληνική ἑκάς
Επίρρημα επεξεργασία
εκάς
Εκφράσεις επεξεργασία
Ομόηχα (Ομώνυμα / Ομόηχα) επεξεργασία
- Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ)
Δείτε επίσης : ἑκάς, ἐκάς, ΕΚΑΣ, ΚΑΣ, εκάρ |
εκάς