εικοσάλεπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.koˈsa.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σά‐λε‐πτος
Επίθετο επεξεργασία
εικοσάλεπτος -η -ο
- που έχει διάρκεια είκοσι λεπτών της ώρας
- ↪ ο ομιλητής στην εικοσάλεπτη παρέμβασή του καταφέρθηκε κατά της κυβερνητικής πολιτικής
- που έχει χρηματική αξία είκοσι λεπτών (σεντ)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικοσάλεπτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εικοσάλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας