Δείτε επίσης: εἰκονομάχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εικονομάχος οι εικονομάχοι
      γενική του/της εικονομάχου των εικονομάχων
    αιτιατική τον/την εικονομάχο τους/τις εικονομάχους
     κλητική εικονομάχε εικονομάχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικονομάχος < μεσαιωνική ελληνική εἰκονομάχος, εἰκών (εικονο-) + -μάχος (< μάχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εικονομάχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία