Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδωλολατρία οι ειδωλολατρίες
      γενική της ειδωλολατρίας των ειδωλολατριών
    αιτιατική την ειδωλολατρία τις ειδωλολατρίες
     κλητική ειδωλολατρία ειδωλολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδωλολατρία < ελληνιστική κοινή εἰδωλολατρία < εἰδωλολάτρης + -ία < εἴδωλον (<εἶδος) + -λάτρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðo.lo.laˈtɾi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ειδωλολατρία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) η λατρεία των ειδώλων
  2. (μεταφορικά) υπερβολικές εκδηλώσεις θαυμασμού σε κάποιο πρόσωποείδωλο»

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία