ειδοποιητήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ειδοποιητήριος
- που γίνεται για να ειδοποιήσει, μέσω του οποίου γίνεται η ειδοποίηση
- (ουσιαστικοποιημένο) ειδοποιητήριο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδοποιητήριος
|