Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνικοφροσύνη οι εθνικοφροσύνες
      γενική της εθνικοφροσύνης των εθνικοφροσυνών
    αιτιατική την εθνικοφροσύνη τις εθνικοφροσύνες
     κλητική εθνικοφροσύνη εθνικοφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνικοφροσύνη < εθνικόφρων / εθνικόφρονας + -οσύνη[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνικοφροσύνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία