εθνικολογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθνικολογιστικός < εθνικ(ός) + -ο- + λογιστικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θni.ko.lo.ʝi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνι‐κο‐λο‐γι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
εθνικολογιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, οικονομία) που έχει σχέση με τα οικονομικά ή λογιστικά ζητήματα ενός έθνους / κράτους ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Δορυφόρος λογαριασμός τουρισμού: θεωρία και πράξη ενός εθνικολογιστικού εργαλείου και η ελληνική προσέγγιση (τίτλος διδακτορικής διατριβής)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνικολογιστικός
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr