εγκυκλοπαιδιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκυκλοπαιδιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encyclopédiste < encyclopédie < λατινική encyclopaedia < αρχαία ελληνική ἐγκύκλιος (< κύκλος) + παιδεία (< παῖς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκυκλοπαιδιστής αρσενικό
- (ιστορία) συντάκτης της γαλλικής Encyclopédie (1751 - 1772)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εγκυκλοπαίδεια, εγκύκλιος, κύκλος και παιδί
- βικιπαιδιστής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκυκλοπαιδιστής