Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκολλώ < ελληνιστική κοινή ἐγκολλάω / ἐγκολλῶ < αρχαία ελληνική ἐν + κολλάω / κολλῶ < κόλλα

  Ρήμα επεξεργασία

εγκολλώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία