Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκλιματίζω < εν- + κλίμα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εγκλιματίζω, παθ. φωνή: εγκλιματίζομαι, παθ. μτχ.: εγκλιματισμένος

  • ενεργώ ώστε ένας οργανισμός να προσαρμοστεί σε ένα νέο και ξένο για αυτόν φυσικό περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία