εγκεφαλίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκεφαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encéphalite (εγκέφαλος + -ίτις/-ίτιδα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκεφαλίτιδα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκεφαλίτιδα