εγκεντρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκεντρίζω < ελληνιστική κοινή ἐγκεντρίζω < αρχαία ελληνική ἐν + κέντρον
Ρήμα επεξεργασία
εγκεντρίζω (παθητική φωνή: εγκεντρίζομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
- εγκέντριση
- εγκεντρισμός
- → δείτε τις λέξεις εν και κέντρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκεντρίζω
|