εγκαρδιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκαρδιωτικός < εγκαρδιώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
εγκαρδιωτικός, -ή, -ό
- που εγκαρδιώνει
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εγκαρδιωτικά
- → δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκαρδιωτικός
|