εγγαρίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγγαρίτικος < Εγγαρίτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
εγγαρίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τις Εγγαρές, χωριό της Νάξου
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγγαρίτικος
|
εγγαρίτικος, -η, -ο
|