Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εαρινοποίηση οι εαρινοποιήσεις
      γενική της εαρινοποίησης* των εαρινοποιήσεων
    αιτιατική την εαρινοποίηση τις εαρινοποιήσεις
     κλητική εαρινοποίηση εαρινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εαρινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εαρινοποίηση < εαρινός (< έαρ) + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vernalization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εαρινοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία