δώμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δώμα | τα | δώματα |
γενική | του | δώματος | των | δωμάτων |
αιτιατική | το | δώμα | τα | δώματα |
κλητική | δώμα | δώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δώμα < αρχαία ελληνική δῶμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δώμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δώμα
|