Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόγης οι δόγηδες
      γενική του δόγη των δόγηδων
    αιτιατική τον δόγη τους δόγηδες
     κλητική δόγη δόγηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόγης < (άμεσο δάνειο) βενετική doge < λατινική ducem, αιτιατική του dux

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόγης αρσενικό (θηλυκό δόγισσα)

  • το ανώτατο αξίωμα στη μεσαιωνική δημοκρατία της Βενετίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία