Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυφιόρρευμα < σύνθετη λέξη δυφίο + ρεύμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitstream
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυφιόρρευμα τα δυφιορρεύματα
      γενική του δυφιορρεύματος των δυφιορρευμάτων
    αιτιατική το δυφιόρρευμα τα δυφιορρεύματα
     κλητική δυφιόρρευμα δυφιορρεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυφιόρρευμα ουδέτερο

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ροή, συνεχής σειρά δυφίων που μεταδίδονται μέσα από μια γραμμή μετάδοσης
    Αποτελεί προσδιοριζόμενο συνθετικό σε όρους όπως: δυφιόρρευμα δεδομένων, ακουστικό δυφιόρρευμα, δυφιόρρευμα βασικής πρόσβασης κ.ά

  Μεταφράσεις επεξεργασία