Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσγενεσία οι δυσγενεσίες
      γενική της δυσγενεσίας των δυσγενεσιών
    αιτιατική τη δυσγενεσία τις δυσγενεσίες
     κλητική δυσγενεσία δυσγενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσγενεσία < δυσ- + γένεσ(η) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dysgenesia (και disgenesis). Παραβάλτε με το αρχαίο δυσγένεια.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiz.ʝe.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσ‐γε‐νε‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσγενεσία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία