δυσγενεσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσγενεσία < δυσ- + γένεσ(η) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dysgenesia (και disgenesis). Παραβάλτε με το αρχαίο δυσγένεια.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiz.ʝe.neˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐γε‐νε‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσγενεσία θηλυκό
- (ιατρική, βιολογία, εμβρυολογία) η ελαττωματική ανάπτυξη κάποιου οργάνου
- η δημιουργία στείρων γόνων ή καρπών από διασταύρωση(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- γοναδική δυσγενεσία, γοναδική δυσγένεση (φάσμα γοναδικών ανωμαλιών)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσγενεσία