δυσήλατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσήλατος < δυσ- + -ήλατος < αρχαία ελληνική ἐλατός < ἐλαύνω
Επίθετο επεξεργασία
δυσήλατος, -η, -ο
- (λόγιο) που σφυρηλατείται με δυσκολία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ελαύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσήλατος
|