δυναστευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυναστευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυναστεύω
Μετοχή επεξεργασία
δυναστευμένος, -η, -ο
- που έχει δυναστευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυναστευμένος
|
δυναστευμένος, -η, -ο
|