δυαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dualism + -ισμός < λατινική duo < πρωτοϊταλική *duō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυαλισμός θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία η οποία δέχεται ότι ο κόσμος ή η πραγματικότητα βασίζεται στην ύπαρξη δύο αρχών με ριζική διάκριση και ανομοιότητα (π.χ. αισθητό-νοητό ή πνευματικό-υλικό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- δυαλισμός στη Βικιπαίδεια