Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δρυοκόπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δρυοκόπ
ος
οι
δρυοκόπ
οι
γενική
του
δρυοκόπ
ου
των
δρυοκόπ
ων
αιτιατική
τον
δρυοκόπ
ο
τους
δρυοκόπ
ους
κλητική
δρυοκόπ
ε
δρυοκόπ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο μαύρος
δρυοκόπος
ή dryocopus niger
Ετυμολογία
επεξεργασία
δρυοκόπος
<
δρῦς
+
κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δρυοκόπος
αρσενικό
πουλί συγγενές του
δρυοκολάπτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δρυοκόπος
αγγλικά
:
dendrocopos
(en)