δορυφορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
δορυφορώ
- (αρχαιοπρεπές) συνοδεύω ως σωματοφύλακας και προστάτης, προστατεύω
- (αρχαιοπρεπές) ακολουθώ, έπομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
δορυφορώ
|
Δείτε επίσης : δορυφορῶ |
δορυφορώ
|