Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοξαριά οι δοξαριές
      γενική της δοξαριάς των δοξαριών
    αιτιατική τη δοξαριά τις δοξαριές
     κλητική δοξαριά δοξαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοξαριά < δοξάρ(ι) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.ksaɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐ξα‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοξαριά θηλυκό

  1. η επαφή του δοξαριού με τις χορδές και η κίνηση πάνω σ’ αυτές, ώστε να παραχθεί ήχος
  2. ο σχετικός ήχος που παράγεται

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία