Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δολοφόνος οι δολοφόνοι
      γενική του/της δολοφόνου των δολοφόνων
    αιτιατική τον/τη δολοφόνο τους/τις δολοφόνους
     κλητική δολοφόνε δολοφόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολοφόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολοφόνος < δόλος + φόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.loˈfo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐λο‐φό‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δολοφόνος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & δολοφόνισσα)

  1. που σκόπιμα και εκ προμελέτης αφαιρεί τη ζωή κάποιου άλλου
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε προκαλεί το θάνατο πολλών ανθρώπων
  3. (μεταφορικά) ο καταστροφέας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία