διωματάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διωματάρης < μεσαιωνική ελληνική διωματάρης < διώμα < ιδίωμα < ελληνιστική κοινή ἰδίωμα < ἰδιόω < αρχαία ελληνική ἴδιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
διωματάρης αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο όμορφος, ο κομψός, ο χαριτωμένος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διωματάρης
|