Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διωματάρη

  1. διωματάρης, στη γενική του ενικού
  2. διωματάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. διωματάρης, στην κλητική του ενικού