δισκεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του μεσοσπονδύλιου δίσκου από τη σπονδυλική στήλη
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισκεκτομή