δισέγγονη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δισέγγονη | οι | δισέγγονες |
γενική | της | δισέγγονης | των | δισέγγονων & δισεγγόνων |
αιτιατική | τη | δισέγγονη | τις | δισέγγονες |
κλητική | δισέγγονη | δισέγγονες | ||
Δείτε και δισεγγονή. | ||||
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισέγγονη < δισέγγον(ος) + -η
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισέγγονη θηλυκό
- (οικογένεια) θηλυκό του δισέγγονος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισέγγονη
|