Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπολικότητα οι διπολικότητες
      γενική της διπολικότητας των διπολικοτήτων
    αιτιατική τη διπολικότητα τις διπολικότητες
     κλητική διπολικότητα διπολικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπολικότητα < (λόγιο δάνειο) γαλλική bipolarité ή από την αγγλική bipolarity. Μορφολογικά αναλύεται σε δι + πολικότητα (πολικ(ός) + -ότητα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.po.liˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐πο‐λι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπολικότητα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία