Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διορθωπόλεμος οι διορθωπόλεμοι
      γενική του διορθωπολέμου
διορθωπόλεμου
των διορθωπολέμων
    αιτιατική τον διορθωπόλεμο τους διορθωπολέμους
διορθωπόλεμους
     κλητική διορθωπόλεμε διορθωπόλεμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

διορθωπόλεμος < διορθώνω/διόρθωση + πόλεμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική edit warring

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διορθωπόλεμος αρσενικό

  • (πληροφορική) αντιμαχόμενες αλλεπάλληλες διορθωσεις λήμματος σε ψηφιακή σελίδα, αντιμαχόμενη ψηφιακή επεξεργασία από δυο ή παραπάνω χρήστες σελίδας τύπου γουίκι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία