Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διογκωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Αντώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διογκωτικ
ός
η
διογκωτικ
ή
το
διογκωτικ
ό
γενική
του
διογκωτικ
ού
της
διογκωτικ
ής
του
διογκωτικ
ού
αιτιατική
τον
διογκωτικ
ό
τη
διογκωτικ
ή
το
διογκωτικ
ό
κλητική
διογκωτικ
έ
διογκωτικ
ή
διογκωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διογκωτικ
οί
οι
διογκωτικ
ές
τα
διογκωτικ
ά
γενική
των
διογκωτικ
ών
των
διογκωτικ
ών
των
διογκωτικ
ών
αιτιατική
τους
διογκωτικ
ούς
τις
διογκωτικ
ές
τα
διογκωτικ
ά
κλητική
διογκωτικ
οί
διογκωτικ
ές
διογκωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διογκωτικός
<
διογκώνω
+
-τικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ði.oŋ.ɡo.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
διογκωτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τη
διόγκωση
, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιόγκωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διογκωτικός