Δείτε επίσης: πολυμορφισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διμορφισμός οι διμορφισμοί
      γενική του διμορφισμού των διμορφισμών
    αιτιατική τον διμορφισμό τους διμορφισμούς
     κλητική διμορφισμέ διμορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πεταλούδα μονάρχους, θηλυκό
 
αρσενικό

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dimorphisme < αρχαία ελληνική δι- + μορφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διμορφισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία