διμηνίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διμηνίτικος < δίμηνος + -ίτικος < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)
Επίθετο επεξεργασία
διμηνίτικος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διμηνίτικος
|