Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διμεταλλισμός οι διμεταλλισμοί
      γενική του διμεταλλισμού των διμεταλλισμών
    αιτιατική τον διμεταλλισμό τους διμεταλλισμούς
     κλητική διμεταλλισμέ διμεταλλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμεταλλισμός < δι- + μέταλλο + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bimétallisme[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διμεταλλισμός αρσενικό

  • (οικονομία) νομισματικό σύστημα στο οποίο μπορούν να χρησιμοποιούνται ως μέτρο οικονομικών αξιών δύο πολύτιμα μέταλλα με σταθερή οικονομική σχέση (συναλλαγματική ισοτιμία) μεταξύ τους
    Το 1928 και η Γαλλία, πατρίδα του διμεταλλισμού, υιοθέτησε το χρυσό κανόνα.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία