διμεταλλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διμεταλλισμός < δι- + μέταλλο + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bimétallisme[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
διμεταλλισμός αρσενικό
- (οικονομία) νομισματικό σύστημα στο οποίο μπορούν να χρησιμοποιούνται ως μέτρο οικονομικών αξιών δύο πολύτιμα μέταλλα με σταθερή οικονομική σχέση (συναλλαγματική ισοτιμία) μεταξύ τους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διμεταλλισμός
|
- ↑ διμεταλλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας