δικολαβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικολαβισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά ενός δικολάβου
- (μεταφορικά) σαθρό, παραπλανητικό ή σοφιστικό επιχείρημα καθώς και (κατ’ επέκταση) η συζήτηση με τη χρήση τέτοιων επιχειρημάτων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικολαβισμός
|