δικινητήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δικινητήριος, -α, -ο
- (γενικότερα) αυτός που φέρει ή λειτουργεί με δύο κινητήρες
- (ειδικότερα) που έχει έναν κινητήρα σε κάθε πλευρά, ή και τους δύο κατά μήκος
- δικινητήριο αεροσκάφος, δικινητήριο ελικόπτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικινητήριος
|