δικαστικός επιμελητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαστικός επιμελητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαστικός επιμελητής αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άμισθος δημόσιος υπάλληλος που αναλαμβάνει τη μεταφορά και παράδοση δικαστικών εγγράφων και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που αφορούν κυρίως σε κατασχέσεις ή αποβολή από ακίνητα· δρα ως ελεύθερος επαγγελματίας και πληρώνεται για τις υπηρεσίες του από τους πολίτες που τον επιλέγουν
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικαστικός επιμελητής