Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαιοκρατία οι δικαιοκρατίες
      γενική της δικαιοκρατίας των δικαιοκρατιών
    αιτιατική τη δικαιοκρατία τις δικαιοκρατίες
     κλητική δικαιοκρατία δικαιοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιοκρατία, νεολογισμός < δίκαι(ο) + -ο- + -κρατία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ce.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐και‐ο‐κρα‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικαιοκρατία θηλυκό

  • η επικυριαρχία του δικαίου (το δίκαιο ως δεσμώτης και οριοθέτης της κοινωνικής συμπεριφοράς), η οποία τίθεται και ισχύει με τη συναίνεση του λαού, όπως αυτή εκφράζεται θεσμικά διά των αντιπροσώπων του

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επίσης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία