δικαιοπραξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαιοπραξία < δίκαι(ον) + -ο- + πράξ(η) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική acte judicaire. Δεν σχετίζεται με την ελληνιστική δικαιοπραξία (δίκαιη πράξη).[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαιοπραξία θηλυκό
- (νομικός όρος) η έννομη πράξη η οποία συνοδεύεται από δήλωση βούλησης όπου εν πλήρει συνειδήσει παράγεται έννομη συνέπεια
- ↪ δικαιοπραξία έχουμε όταν η βούληση του αγοραστή να αποκτήσει το προϊόν και η βούληση του έμπορα να το πουλήσει ταυτίζονται και εκ αποτελέσματος οδηγούνται στην έννομη συνέπεια της τελικής αγοραπωλησίας του αρχικού προϊόντος
- ↪ μια δικαιοπραξία γάμου προϋποθέτει τη βούληση αμφότερων της συζύγου και του νυμφίου
Συγγενικά επεξεργασία
- δικαιοπρακτικός
- δικαιοπρακτών
- → και δείτε τις λέξεις δίκαιος, δίκη, πράξη και πράττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικαιοπραξία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δικαιοπραξίᾱ | αἱ | δικαιοπραξίαι |
γενική | τῆς | δικαιοπραξίᾱς | τῶν | δικαιοπραξιῶν |
δοτική | τῇ | δικαιοπραξίᾳ | ταῖς | δικαιοπραξίαις |
αιτιατική | τὴν | δικαιοπραξίᾱν | τὰς | δικαιοπραξίᾱς |
κλητική ὦ! | δικαιοπραξίᾱ | δικαιοπραξίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαιοπραξίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δικαιοπραξίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαιοπραξία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δικαιοπραξία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.