Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διευθυντήριο τα διευθυντήρια
      γενική του διευθυντηρίου
διευθυντήριου
των διευθυντηρίων
    αιτιατική το διευθυντήριο τα διευθυντήρια
     κλητική διευθυντήριο διευθυντήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διευθυντήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διευθυντήριον < διευθν(τής) + -τήριον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική directoire [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.e.fθinˈdi.ɾi.o/ σε επίσημο ύφος
ΔΦΑ : /ði̯e.fθinˈdi.ɾi.o/ & /ðʝe.fθinˈdi.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ευ‐θυ‐ντή‐ρι‐ο
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐ευ‐θυν‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διευθυντήριο ουδέτερο

  1. (πολιτική) σύστημα στο οποίο μια ομάδα ανθρώπων κυβερνάνε μια χώρα, μοιράζοντας από κοινού τους ρόλους του αρχηγού κράτους και της κυβερνήσεως (στην εποχή μσς: Ελβετία, Σαν Μαρίνο)
    1. (ιστορία, Γαλλία) → δείτε τη λέξη Διευθυντήριο τα πέντε μέλη της πενταμελούς εκτελεστικής εξουσίας στη Γαλλία κατά τα έτη 1795‑1799
    2. (ιστορία, Ελληνική Επανάσταση) → δείτε τη λέξη Ἐπαναστατικόν Διευθυντήριον η εκτελεστική εξουσία στην Πελοπόννησο κατά την επανάσταση το 1821
  2. (κατ’ επέκταση, μειωτικό) ολιγομελής (παράτυπη ή νόμιμη) ομάδα λήψης αποφάσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία