διεστώτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | διεστώτα | ||
γενική | των | διεστώτων | ||
αιτιατική | τα | διεστώτα | ||
κλητική | διεστώτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεστώτα < αρχαία ελληνική διεστῶτα, ουδέτερο του διεστώς, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διίσταμαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διεστώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διεστώτα
|